ἀποκαλῶ

ἀποκαλῶ
ἀποκαλέω
recall
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀποκαλέω
recall
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀποκαλέω
recall
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
ἀποκαλέω
recall
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀποκαλέω
recall
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκαλώ — αποκαλώ, αποκάλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκαλώ — (AM ἀποκαλῶ, έω) 1. ονομάζω, δίνω όνομα 2. δίνω σε κάποιον μια επωνυμία με πρόθεση να τον επαινέσω ή να τον διασύρω αρχ. 1. ανακαλώ από εξορία, καλώ πίσω 2. καλώ ιδιαιτέρως, χωριστά …   Dictionary of Greek

  • αποκαλώ — εσα, έστηκα, εσμένος, ονομάζω (κυρίως για κακό): Τον αποκάλεσε παλιάνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • κυριωνυμώ — κυριωνυμῶ, έω (Μ) [κυριώνυμος] 1. αποκαλώ κάποιον με ιδιαίτερο, κύριο όνομα 2. αποκαλώ κάποιον κύριο …   Dictionary of Greek

  • συνεπικαλούμαι — έομαι, Α επικαλούμαι μαζί με άλλον, αποκαλώ ή προσκαλώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικαλῶ, οῦμαι «προσκαλώ, αποκαλώ, κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ …   Dictionary of Greek

  • αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • απόκλητος — ἀπόκλητος, ον (Α) [αποκαλώ] (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”